Monday, January 9, 2017

Σύριγγα (μουσικό όργανο)


Ρουμανικό φλάουτο του Πανός των 25 αυλών
Η σύριγγα (αρχ. σύριγξ) είναι αρχαίο πνευστό μουσικό όργανο ιδιαίτερα διαδεδομένο στον ελλαδικό χώρο, το οποίο απαρτίζεται από μια σειρά ανισομηκών σωλήνων, κολλημένων μεταξύ τους με κερί και τοποθετημένων κατά τέτοιο τρόπο ώστε να παράγουν μια πλήρη διατονική κλίμακα. Στις μέρες μας είναι ευρύτερα γνωστό με την ονομασία Πανφλάουτο ή Αυλός του Πανός και είναι δημοφιλές όργανο της μουσικής της ανατολικής Ευρώπης, των Άνδεων (Περού) καθώς και αρκετών ασιατικών χωρών.
Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία η νύμφη Σύριγξ μεταμορφώθηκε σε καλάμι για να αποφύγει τον έρωτα του Πανός. Ο Πάνας μετέτρεψε το καλάμι αυτό σε αυλό, που έγινε το αγαπημένο μουσικό όργανο των βοσκών.[1]
Η σύριγγα του Πανός αποτελείται από καλαμένιους σωλήνες, κολλημένους μεταξύ τους με κερί, που το μήκος τους ελαττώνεται βαθμιαία. Σε αντίθεση με άλλα πνευστά όργανα, οι αυλοί της σύριγγας δεν διαθέτουν οπές, με αποτέλεσμα ο καθένας να παράγει ένα μόνο τονικό ύψος. Ο πιο διαδεδομένος τρόπος παιξίματος περιλαμβάνει την εμφύσηση των αυλών, τεχνική που επιτυγχάνεται εφάπτοντας τα χείλη στο ανοιχτό μέρος του κάθε αυλού, τρόπος που απαντάται και σε άλλα πνευστά μουσικά όργανα ανά τον κόσμο.
Η σύριγγα ανέκαθεν θεωρούνταν σύμβολο του θεού Πάνα και στην αρχαιότητα υπήρξε το κυριότερο μουσικό όργανο των βοσκών. Πολλοί θεωρούν ότι η επτακάλαμη σύριγξ είναι πρόγονος του υδραυλικού οργάνου του Κτησίβιου, την ύδραυλι, η οποία με τη σειρά της θεωρείται πρόγονος του εκκλησιαστικού οργάνου.[2]

Σάλπιγγα


Τέλη 6ου, με αρχές 5ου αιώνα π.Χ. Βάζο που απεικονίζει ένα στρατιώτη να παίζει Σάλπιγγα.
 
Αλεξανδρινό ειδώλιο του 1ου π.Χ. αιώνα, που αναπαριστά δύο μουσικούς να παίζουν σάλπιγγα και υδραύλιδα.
Η Σάλπιγγα ή αλλιώς Σάλπιγξ ήταν ένα μουσικό όργανο των αρχαίων Ελλήνων, όπου πολλές αναφορές γι αυτό γίνονται και μέσα από την Ιλιάδα του Ομήρου στην αρχαία Ελλάδα.[1]

Περιγραφή

Η Σάλπιγξ αποτελούνταν από μια ευθεία ενός στενού χάλκινου σωλήνα με επιστόμιο των οστών κι ένα κουδούνι (επίσης κατασκευασμένο από χαλκό), μεταβλητού σχήματος και μεγέθους. Αντίστοιχος απόγονός της με αρκετές ομοιότητες, είναι η σημερινή τρομπέτα. Το όργανο, αποτυπώνεται σε αρκετά κλασικά αγγεία της εποχής.
Παρόμοια όργανα μπορούν να θεωρηθούν αυτά στην Μέση Ανατολή, τη Μεσοποταμία και την Αίγυπτο.

Παραπομπές

  1. Όμηρος, Ιλιάδα κεφάλαιο Β, 219.

Δες επίσης

Λύρα


Λευκή λήκυθος που απεικονίζει μία Μούσα που παίζει αρχαία κιθάρα.
Μενου 
0:00
 
Παϊτούσκα από λύρα
Η λύρα είναι ένα έγχορδο μουσικό όργανο, γνωστό για τη χρήση του στην Κλασική Αρχαιότητα.

Θέρεμιν


O Λέον Θέρεμιν ερμηνεύει το δημιούργημά του (π. 1924)
Το θέρεμιν (αλλιώς θερεμίνη, αρχικά αιθερόφωνο) είναι ένα ηλεκτρονικό μουσικό όργανο που εφευρέθηκε το 1920.[1] Είναι το μόνο μουσικό όργανο το οποίο μπορεί να παιχτεί μακρόθεν, δηλ. «στον αέρα», χωρίς να αγγίζεται από τον ερμηνευτή —του οποίου το παίξιμο μοιάζει με «εναέρια γλυπτική»— και γι' αυτόν το λόγο είναι εξαιρετικά δύσκολο.[2] Το όνομά του το πήρε από τον εφευρέτη του, το Ρώσο Λεβ Τερμέν (ρωσ. Лев Сергеевич Термен), o oποίος μεταβαίνοντας στις ΗΠΑ άλλαξε το όνομά του σε Λέον Θέρεμιν (Léon Theremin).

Διαπασών


Ένα διαπασών
Το διαπασών είναι ακουστικό αντηχείο με δύο στελέχη που σχηματίζουν Υ, φτιαγμένο από ελαστικό μέταλλο (συνήθως από χάλυβα). Αντηχεί σε ένα συγκεκριμένο σταθερό τόνο, όταν οριστεί δόνηση χτυπώντας το σε μια επιφάνεια ή με ένα αντικείμενο, ενώ εκπέμπει ένα καθαρό μουσικό τόνο μετά από αναμονή μιας στιγμής, ούτως ώστε να επιτρέψει σε ορισμένους υψηλούς απόηχους να σιγήσουν. Ο τόνος που παράγει ένα συγκεκριμένο διαπασών εξαρτάται από το μήκος και τη μάζα των δύο αιχμών. Χρησιμοποιείται συχνά ως πρότυπο για το συντονισμό μουσικών οργάνων. Το διαπασών εφευρέθηκε το 1711 από τον Βρετανό μουσικό Τζον Σορ.[1]

Ρεγκάλ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
                              Ρεγκάλ βιβλιόσχημου τύπου
Ρεγκάλ με γλωττιδόφωνους αυλούς
Το ρεγκάλ είναι πληκτροφόρο μουσικό όργανο, που εντάσσεται στην κατηγορία των αερόφωνων, η χρήση του οποίου άνθισε την εποχή της Αναγέννησης και του πρώιμου Μπαρόκ. Πρόκειται κατ' ουσίαν για ένα μικρού μεγέθους εκκλησιαστικό όργανο, με τη διαφορά ότι το ηχοπαραγωγικό του μέσο δεν είναι αυλοί, αλλά μεταλλικά ελάσματα· στο πάτημα των πλήκτρων, πεπιεσμένος αέρας διοχετεύεται από μια δεξαμενή σε μικρά φρεάτια τα οποία είναι συνδεδεμένα με τα μεταλλικά ελάσματα, τα οποία κατά συνέπεια δονούνται. Το όνομα ρεγκάλ απαντάται επίσης και ως τύπος ρεγκίστρων του κυρίως ειπείν εκκλησιαστικού οργάνου, αναφερόμενο τόσο στο παρόμοιο ηχόχρωμά τους, όσο και στον ηχοπαραγωγικό τους τρόπο.
Τα περισσότερα ρεγκάλ έχουν έκταση τεσσάρων περίπου οκτάβων και διαθέτουν έναν ή δύο φυσητήρες. Η δε λειτουργία τους απαιτεί τουλάχιστον δύο άτομα, το ένα στα πλήκτρα και το άλλο (ή δύο άτομα) στον χειρισμό των φυσητήρων. Η φύση του οργάνου, με τα μεταλλικά ελάσματα και τους φυσητήρες, το τοποθετεί εν πολλοίς ως πρόγονο του κατοπινού αρμόνιου, ενώ μοιράζεται μια κάποια συγγένεια με την οικογένεια του ακορντεόν, αλλά και την -κατά πολύ μικρότερη σε μέγεθος- φυσαρμόνικα.
Το ρεγκάλ απαντάται στη βιβλιογραφία από αρκετά παλιά, πρωτοαναφερόμενο στο "Μουσικό Σύνταγμα" του Μίχαελ Πρετόριους (1618). Πλήθος άλλες αναφορές από οργανοστάσια βασιλικών αυλών και εκκλησιών της δυτικής Ευρώπης, αλλά και πονήματα θεωρητικών της μουσικής, το τοποθετούν σε ευρεία χρήση την εποχή του 17ου αιώνα. Άξιος αναφοράς είναι ένας υπότυπος του ρεγκάλ, πολύ μικρότερου μεγέθους και με δυνατότητα αναδίπλωσης στο μέσον του, ώστε να διευκολύνεται η μεταφορά του. Η ομοιότητά του με μεγάλο βιβλίο, τού απέφερε το υποκοριστικό βιβλιόσχημο (γερμ. Bibelregal), με άμεση αναφορά στη Βίβλο.
Στις μέρες μας δεν έχουν επιζήσει λειτουργικά τέτοια όργανα· το εύθραυστο της κατασκευής τους και η εκτόπισή τους από άλλα όργανα τα κατέστησαν αφανή ήδη από τα τέλη του 17ου αιώνα. Σπάνια υπήρξε και η συγκεκριμένη τους τοποθέτηση σε μουσικά σχήματα της εποχής, με φωτεινή εξαίρεση την όπερα «Ορφέας» του Κλάουντιο Μοντεβέρντι, η παρτιτούρα της οποίας απαιτεί τουλάχιστον δύο ρεγκάλ. Τα σημερινά αντίγραφα είναι συχνά διαφοροποιημένα ως προς την παραγωγή του αέρα, με την αντικατάσταση των φυσητήρων από την αθόρυβη και ανέξοδη λειτουργία του ηλεκτρικού ανεμιστήρα· οι πρωτότυποι φυσητήρες διατηρούνται μερικές φορές ως διακοσμητικό στοιχείο.

Πανδούρα

Η βιβλιογραφία και η εικονογραφία η σχετική με την πανδούρα είναι πολύ φτωχή και οι πληροφορίες ελάχιστες. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι τα λαουτοειδή στον ελλαδικό χώρο δεν ήταν καθόλου διαδεδομένα και ακόμη περισσότερο θεωρούνταν όργανα εντελώς λαϊκά και περιθωριοποιημένα. Το φαινόμενο του παραγκωνισμού κάποιων οργάνων δεν είναι καινούργιο. Κάθε φορά που νέες τάσεις και τεχνοτροπίες έρχονται στο φως συναντούν την έντονη κριτική και μη αποδοχή των σκεπτικιστών που έχουν συνηθίσει να κινούνται μέσα σε ένα συντηρητικό περιβάλλον. Όντως η πανδούρα παρουσίαζε τέτοιους νεωτερισμούς ώστε να αφοριστεί μονομιάς από τους ακαδημαϊκούς κύκλους. Χάριν του δαχτυλοθέσιού της, λόγω του βραχίονα, προσέφερε μεγάλες δυνατότητες στον εκτελεστή για φωνητικά και οργανικά περάσματα που συνόδευαν μεμονωμένους φθόγγους ή που συνέδεαν φθόγγους έτσι ώστε να δημιουργηθούν μελίσματα και λεγκάτα, μία τεχνοτροπία που ήταν τεχνικά αδύνατο να εφαρμοστεί σε χορδόφωνα όπως η λύρα στην οποία γινόταν χρήση μίας χορδής για κάθε φθόγγο. Τα μελίσματα αυτά παραβαίνουν, με σκανδαλώδη τρόπο, τους αυστηρούς κανόνες της κλασσικής παιδείας με αποτέλεσμα οι εραστές της πανδουρίδας να περιθωριοποιούνται τόσο σε μουσικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Ο μελισματικός όμως χαρακτήρας του οργάνου, που συχνά κρατούσαν στα χέρια τους εταίρες σε γιορτές και οινοποσίες, βοηθούσε την ηδονιστική και λάγνα τέρψη που κι αυτή βεβαίως υπέρβαινε τους στερεούς κανόνες της ηθικής. Ένα τέτοιο άτομο, πολύ επιρρεπές σε αυτά τα παραβατικά στάδια, ήταν ο Φίλιππος ο Μακεδόνας, ο πατέρας του Αλέξανδρου. Ο Φίλιππος διασκέδαζε υπό τους ήχους της πανδούρας, μέθαγε και γλεντοκοπούσε γι αυτό και θεωρούνταν κατάπτυστος από τους Αθηναίους ρήτορες και πολιτικούς του αντιπάλους.
Μόνο κατά τους ελληνιστικούς χρόνους το όργανο θα αυξήσει τη δημοτικότητά του, κι αυτό λόγω της στενότερης επαφής των Ελλήνων με τους ανατολίτες, ύστερα από τις κατακτήσεις του Αλεξάνδρου, αφού γινόταν ευρεία χρήση στην Εγγύς Ανατολή, όπως γνωρίζουμε από την αντίστοιχη σουμερική, ασσυριακή και αιγυπτιακή βιβλιογραφία. Η πανδούρα θα απορροφηθεί από την κοινωνία της αρχ. Ρώμης και θα μετονομασθεί σε pandura κρατώντας όμως τον περιθωριακό και χυδαίο χαρακτήρα της σαν όργανο της πλέμπας και της ταβέρνας και φαίνεται πως έγινε το όργανο που προτιμούσαν οι επαγγελματίες λαϊκοί μουσικοί.
Μία σημαντική μαρτυρία για τη χρήση της πανδουρίδας κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, έρχεται από την αρχαία Αφροδισιάδα[4]. Σε τοιχογραφία του αρχαίου ναού βρίσκουμε την εγχάρακτη επιγραφή: «ὑπὲρ εὐχῆς Ἀστερίου πανδούρου» (εικ.1) που χρονολογείται προς το τέλος του 5ου αι. της χρονολογίας μας.
Η αρχαιολόγος της ύστερης αρχαιότητας Charlotte Roueché[5], δίνει τη δική της ερμηνεία για την εν λόγω επιγραφή: η επιγραφή χρονολογείται κατά τα τέλη του 5ου και αρχές του 6ου αι. της χρονολογίας μας και δεν πρέπει να είχε κοπεί πριν ο ναός μετατραπεί σε χριστιανική βασιλική. Ο Αστέριος αναφέρει το επάγγελμά του ως πανδουριστής. Το επάγγελμα των πανδουριστών αναφέρεται, μεταξύ άλλων, μαζί με διάφορα περιστατικά που συνδέονται με το βίο τους, στο βιβλίο της Κωνσταντίνας Π. Μέντζου “Συμβολαί εις την μελέτην του οικονομικού και κοινωνικού βίου της πρωίμου Βυζαντινής περιόδου (Η προσφορά των εκ της Μ. Ασίας και Συρίας επιγραφών και αγιολογικών κειμένων)”, Αθήναι 1975. Το κεφάλαιο Γ’ αναφέρεται στους καλλιτέχνες και μουσικούς (πανδουριστές, αυλητές, μίμους, χωροβάτες, γλύπτες, κ.λπ.). Ένα χαρακτηριστικό περιστατικό σχετίζεται με τον βίο του Αγίου Θεοδούλου του Στυλίτη, που έζησε στα χρόνια της βασιλείας του Μεγάλου Θεοδοσίου. Στο περιστατικό αναφέρεται ότι όταν ο Θεός θέλησε να δοκιμάσει τον Θεόδουλο του είπε πως θα κληρονομήσει το βασίλειο με τον Κορνήλιο τον πάνδουρο από τη Δαμασκό. Ο Άγιος τρομοκρατήθηκε μόνο με την ιδέα ότι ο Κορνήλιος ήταν καλλιτέχνης. Η φρίκη του Αγίου θα κορυφωθεί όταν στον ιππόδρομο θα συναντήσει τον Κορνήλιο να κρατά με το ένα χέρι την πανδούρα και με το άλλο να αγκαλιάζει μία πόρνη.
Εκτός από την επιγραφή που αναφέρεται στον Αστέριο, υπάρχουν δύο χριστιανικοί επιτάφιοι πανδουριστών. Ο πρώτος από τη Σελεύκεια της Κιλικίας και ο δεύτερος από πανδουριστές της αρχαία Γεράσας της Ιορδανίας. Από τους επιτάφιους αυτούς συμπεραίνουμε ότι οι πανδουριστές της εποχής αυτής δε θεωρούνται και τόσο κατάπτυστοι σαν τους συνάδελφούς τους της κλασσικής Ελλάδας, ούτε τόσο ασυμβίβαστοι με τη χριστιανική κοινωνία της εποχής του Θεοδούλου. Δε θα ήταν παρακινδυνευμένο να υποθέσουμε ότι οι πάνδουροι επαγγελματίες συνέβαλαν στην παροχή μουσικών υπηρεσιών στις εκκλησιαστικές λειτουργίες. Υπήρχαν σημαντικές πολεμικές, κατά τη διάρκεια της πρώιμης βυζαντινής περιόδου, σχετικά με τη χρήση ή μη οργάνων στην εκκλησιαστική λειτουργία. Αυτό δεν θα απέκλειε το γεγονός ότι ο Αστέριος και οι άλλοι πανδουριστές, στις επιγραφές τους, αυτοχαρακτηρίζονταν όσον αφορά τα εκκλησιαστικά μουσικά τους καθήκοντα και όχι την άσωτη ζωή της ταβέρνας και του θεάματος. Η άποψη αυτή πάντως παραμένει ακόμα υποθετική.
ΠΗΓΕς
Τα θέματα που πρέπει να εξετασθούν διεξοδικότερα είναι αυτό της ετυμολογίας του ονόματος και της περιόδου εισαγωγής στην Ελλάδα. Παραμένει ανοιχτό το πρόβλημα του αν θα πρέπει να δώσουμε δύο διαφορετικά ονόματα στα δύο διαφορετικά είδη πανδουρίδας που συναντάμε στον ελληνορωμαϊκό χώρο ή μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε με ένα κοινό όνομα. Μέχρι στιγμής είναι κοινώς αποδεχτό το όνομα πανδούρα, πανδουρίδα και τρίχορδο ενώ το όνομα, πάνδουρος ή πανδουριστής δηλώνει την ιδιότητα του εκτελεστή και πανδουρίζω το ρήμα που δηλώνει την ενέργεια. Το όνομα πανδούριον, κατά τον Ησύχιο, δηλώνει υποκοριστικό της πανδούρας και είναι μάλλον όργανο διαφορετικό αφού παιζόταν χωρίς πλήκτρο. Το ίδιο μας λέει και ο Φώτιος στο λεξικό του (427, 26) επισημαίνοντας τη λυδική καταγωγή του[6].
Υπάρχουν συνολικά τρία εδάφια που πιστοποιούν την ύπαρξη του οργάνου.
Ο Αθήναιος ο Ναυκρατίτης[7],[8] αναφέρει πως ο Ευφόριος, όπως και ο Πρωταγορίδης, μιλούν για τον επονομαζόμενο πάνδουρο. Κατά τον Πυθαγόρα, η πανδούρα κατασκευαζόταν από τους τρωγλοδύτες της Ερυθράς Θάλασσας, από λευκή δάφνη που φυτρώνει κοντά στη θάλασσα[9].
Ο Ιούλιος Πολυδεύκης (Julii Pollux), στο “Ονομαστκόν” του αναφέρει: «μονόχορδον δὲ Ἀράβων τὸ εὕρημα. τρίχορδον δὲ, ὅπερ Ἀσσύριοι πανδοῦραν ὠνόμαζον ἐκείνων δὲ ἦν καὶ τὸ εὕρημα». Υποθέτουμε ότι τόσο η πανδούρα όσο και το τρίχορδο ανήκουν στην οικογένεια του λαούτου. Για τους Έλληνες το μονόχορδο είναι γνώριμη υπόθεση, είναι ο λεγόμενος κανών η χρήση του οποίου είχε ερευνητικό χαρακτήρα σχετικά με τις αναλογίες διαστημάτων. Οι αναλογίες αυτές επιτυγχάνονταν με τη βοήθεια των κινητών γεφυρών που τοποθετούνταν κάτω από την μία και μοναδική χορδή του οργάνου. Η απόδοση των ήχων πραγματοποιούνται με τη βοήθεια πλήκτρου. Έτσι λοιπόν δε θα ήμασταν εκτός θέματος αν λέγαμε ότι και το μονόχορδο είναι ένα είδος «πειραματικού» λαούτου[10].
Ο Νικόμαχος στο “Εγχειρίδιό” του γράφει ότι το μονόχορδο ονομαζόταν και φάνδουρος: «μέσα δ’ αὐτῶν[11] καὶ οἷον κοινὰ καὶ ὁμοιοπαθῆ τά τε μονόχορδα φαίνεσθαι, ἃ δὴ καὶ φανδούρους καλοῦσιν οἱ πολλοί, κανόνας δ’ οἱ Πυθαγορικοί[12]».
Μία δευτερευούσης σημασίας πληροφορία σχετικά με την ύπαρξη του οργάνου (αν και κατά πολύ μεταγενέστερη) είναι αυτή του Ισιδώρου από τη Σεβίλλη[13] (6ος αι. Κ.Χ.) ο οποίος συγχέει τον όρο pandorus με τη σύριγγα ή το φλάουτο του Πάνα.
Παρότι οι πληροφορίες μας για τα λαουτοειδή στον ελλαδικό χώρο είναι πολύ περιορισμένες δεν χωράει αμφιβολία για τον εξωτικό χαρακτήρα του οργάνου.
Ο Έλληνας κατασκευαστής μουσικών οργάνων Νίκος Φρονιμόπουλος υποστηρίζει, συμβουλευόμενος το “Λεξικόν της αρχαίας ελληνικής γλώσσης” του Ιωάννη Σταματάκου, ότι η λέξη πανδούρα είναι ελληνική σύνθετη και προέρχεται από το δόρυ (=στέλεχος ή κορμός δένδρου αλλά μόνο εφ’ όσον το δένδρο είναι κεκομμένον) και από το παν. Δηλαδή κατά τον Φρονιμόπουλο παν+δούρα (=πανδούρα) σημαίνει «όλο (φτιαγμένο) από ξύλο». Η άποψη αυτή είναι το λιγότερο ανιστόρητη, αφού το όργανο είναι εισαγόμενο από την Εγγύς Ανατολή, και γνωρίζουμε από τη σουμερική φιλολογία ότι η λέξη PAN.TUR (=μικρό τόξο) αναφέρεται σε παρόμοιο νυκτό όργανο. Ενδιαφέρουσα είναι επίσης και η άποψη του Richard J. Dumbrill ο οποίος υποστηρίζει ότι το τρίχορδο έχει την καταγωγή στη Νουβία, και από εκεί διαδόθηκε στον ελλαδικό χώρο μέσω Αιγύπτου. Σύμφωνα με τον Dumbrill, η σουμερική συλλαβική λέξη GIŠ.SA.3 που είναι ισοδύναμη της ακκαδικής qaštu σημαίνει τρίχορδο με την προσθήκη ενός σουμερικού συμβόλου που αναφέρεται στον αριθμό 3. Η ανατολίτικη ετυμολογία της λέξης πιστοποιείται επίσης από τον H.G. Farmer που έχει γράψει το αντίστοιχο άρθρο στο “New Oxford History of Music”, τον F.W. Galpin (“The Music of the Sumerians and their Immediate Successors The Assyrians and Babylonias”) και τον Curt Sachs (“Storia degli Strumenti Musicali”). Περαιτέρω απόδειξη της σουμεριακή καταγωγής του ονόματος αποτελούν σύγχρονα όργανα όπως το αρμενικό pandur, το γεωργιανό panturi, το τουρκικό ṭūnbūr[14], η γιουκοσλαβική tamburica αλλά και το mandolino που προέρχεται από την αναγεννησιακή mandora[15].
Η σύνδεση, τέλος, του οργάνου με την Αίγυπτο, όπως υποστηρίζει και ο Dumbrill, σχετίζεται με τον Martianus Capella[16] (IX 924) “The Seven Disciplines” ή “Σατυρικόν”. Ο Capella υποστηρίζει ότι η πανδούρα είναι αιγυπτιακή επινόηση. Ο Ρωμαίος βιογράφος Aelius Lampridius καταγράφει ότι ο αυτοκράτορας Elagabalus συμπεριελάμβανε την χρήση της πανδούρας στα ταλέντα του[17]. Το γεγονός αυτό δεν αποτελεί απορίας άξιον αν υποθέσουμε ότι ο Elagabalus ήταν συριακής καταγωγής άρα εξοικειωμένος με τα ανατολίτικα όργανα.
Η αποσαφήνιση του όρου είναι δύσκολη υπόθεση και αυτό δεν βοηθάει καθόλου στις πληροφορίες γύρω από την πανδουρίδα. Θα ήταν καλό να γνωρίζαμε εάν υπήρχαν περισσότερα ονόματα για το εν λόγω όργανο, με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να ταξινομηθεί σε τύπους. Κρίνοντας από τα γραπτά του Αθήναιου του Ναυκρατίτη (IV και XIV) συμπεραίνουμε ότι υπάρχει αρκετή σύγχυση σχετικά με τους όρους και τα ονόματα. Σύμφωνα με τους R.A. Higgins και R.P. Winnington-Ingram τα περισσότερα όργανα της αρχαιότητας είναι ποικιλίες άρπας. Το ίδιο συμβαίνει για τη μάγαδη αλλά και για τη σύριγγα και ίσως και για την πανδούρα. Η σύγχυση στην ονοματολογία φαίνεται και στον Σώπατρο[18] που αποκαλεί το όργανο «δίχορδον». Ίσως ο Σώπατρος να κάνει σύγχυση ανάμεσα σε όργανο με διπλές χορδές (διπλόχορδο) και την πανδούρα.
Μεγάλες διαστάσεις επίσης έχει πάρει η πολεμική γύρω από ένα άλλο όργανο που ονομάζεται σκινδαψός ή κινδαψός και εικάζεται από ορισμένους μελετητές ότι ανήκει στην οικογένεια του λαούτου.
Οι πληροφορίες σχετικά με τον σκινδαψό είναι οι εξής:
Ο Ιούλιος Πολυδεύκης (IV 59) περιγράφει μία μακροσκελή λίστα εγχόρδων που ξεκινά με τις λύρες συνεχίζεται με τις άρπες (μέσα στις οποίες συγκαταλέγονται κάποια είδη αμφιβόλου προελεύσεως) και καταλήγει στον σκινδαψό.
Ο Αθήναιος (IV 182) αναφέρει από τον Αριστόξενο μία λίστα εξωτικών οργάνων όπου βρίσκεται και ο σκινδαψός ανάμεσα κλειψίαμβου και εννεάχορδου. Το εννεάχορδο σίγουρα δεν μπορεί να θεωρηθεί λαουτοειδές, λόγω του μεγάλου αριθμού χορδών. Φυσικά δεν υπάρχει κάποια διαχωριστική γραμμή στα γραπτά του Αθήναιου που να διακρίνει τα λαουτοειδή από τις άρπες, πάντα βέβαια με την προϋπόθεση ότι τα παραπάνω όργανα μπορούν να θεωρηθούν άρπες και το ίδιο κάνει και ο Ευφόριος.
Πάλι ο Αθήναιος (XIV636b) μιλάει για μία λίστα οργάνων που αναφέρει ο Φυλής ο Δήλιος, που κι αυτή πιθανότατα να προέρχεται από τον Αριστόξενο και θέτει τον σκινδαψό στην ίδια θέση[19]. Περισσότερο κατατοπιστικό φαίνεται να είναι ένα εδάφιο αναφερόμενο στον σκινδαψό από τον Αθήναιο (IV 183a-b) πάντα με παραπομπές από τον Μάτρωνα[20], τον Θεόπομπο τον Κολωφόνιο[21] και τον Αναξύλα[22]. Παρόλα αυτά κανείς από τους τρεις δεν είναι ξεκάθαρος στο θέμα του σκινδαψού.
Ο Αναξύλας, στο έργο του “Λυροποιός” (267) αναφέρει: «ἐγὼ δὲ βαρβίτους τριχόρδους πηκτίδας κιθάρας λύρας σκινδαψοὺς ἐξηρτυόμαν». Είναι πιθανό, στο εν λόγω έργο, ο ομιλητής να είναι ο ίδιος ο λυροποιός. Το θέμα δεν επηρεάζεται από την λέξη τριχόρδους έστω κι αν αλλοιώνει κάπως το νόημα. Σίγουρα δεν μπορεί να θεωρηθεί επίθετο της λέξης βαρβίτους αλλά ούτε και της λέξης πηκτίδας που θεωρούνται η πρώτη παραλλαγή λύρας και η δεύτερη άρπα. Εάν είναι ένα θεμελιώδες όργανο, το γένος φαίνεται απίθανο και ίσως η αρχική λέξη τριχόρδους να αφομοιώθηκε από την ίδια την πλαισίωσή του. Έτσι λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι η βάρβιτος, η λύρα και η κιθάρα είναι είδη λύρας, η πηκτίς είναι μάλλον άρπα, ο σκινδαψός φαίνεται να είναι λαουτοειδές ενώ το τρίχορδο είναι μάλλον προβληματικό[23].
Σύμφωνα με τον Θεόπομπο: «σκινδαψὸν λυρόεντα μέγαν χείρεσσι τινάσσων ὀξύινον προμάλοιο τετυγμένον αἰζήεντος[24]». Από τα λεγόμενα του Θεόπομπου συμπεραίνουμε ότι ο σκινδαψός ήταν όργανο μεγάλων διαστάσεων, τύπου λύρας. Τελικά το όργανο αποτελεί αίνιγμα και μάλλον είναι δύσκολο να ήταν αρματωμένο με τέσσερεις χορδές.
Ο Μάτρων αντίθετα αναφέρει ότι το όργανο έχει τέσσερεις χορδές: «οὐδ’ ἀπὸ πασσαλόφιν κρέμασαν, ὅθι περ τετάνυστο σκινδαψὸς τετράχορδος ἀνηλακάτοιο γυναικός». Αν όντως το όργανο είναι τετράχορδο, αυτό είναι μία πολύ καλή απόδειξη ότι ανήκει στα λαουτοειδή. Παρόλα αυτά η περιγραφή δε θεωρείται απόλυτα έγκυρη διότι υπήρχε και μικρή λύρα με τέσσερεις χορδές. Βέβαια οι τέσσερεις χορδές επικυρώνουν την άποψη ότι το όργανο κατασκευάστηκε από τους Τρωγλοδύτες και τους Πάρθους. Κατά το ρήτορα Αιλιανό[25] (NA XII44), το όργανο ήταν ινδικής καταγωγής το οποίο ανήκε στην οικογένεια των λαουτοειδών.